αμινοβουτυρικό οξύ

αμινοβουτυρικό οξύ
Αμινοξύ των πρωτεϊνών, ευρέως διαδεδομένο στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Ανάλογα με τη θέση του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας, διακρίνεται σε α- α.o., CH3CH2CH(NH2) COOH, σε β- α.ο., CH3CH(NH2)CH2 COOH, και σε γ- α.o., NH2CH2CH2CH2COOH. Το α- και το β- α.ο. είναι οπτικά ενεργά και το δεύτερο δεν έχει βρεθεί σε ζωντανούς οργανισμούς. Όλες οι μορφές του α.ο. είναι σώματα κρυσταλλικά, ευδιάλυτα στο νερό, αδιάλυτα στον αιθέρα και με υψηλό σημείο τήξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γάμμα, αμινοβουτυρικό οξύ — (GABA). Νευροδιαβιβαστής που ελέγχει τη ροή των νευρικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο, παρεμποδίζοντας την έκκριση άλλων νευροδιαβιβαστών όπως είναι η ντοπαμίνη …   Dictionary of Greek

  • γλουταμινικό οξύ — Αμινοξύ που προέρχεται από τη γλουτίνη του σιταριού. Έχει χημικό τύπο ΗΟΟCCH2CH2CH(NH2)COOH και ανήκει στα αρνητικά φορτισμένα αμινοξέα. Συμβολίζεται διεθνώς ως Glu ή με το γράμμα Ε. Αν και δεν παρέχει ουσιώδη συμβολή στα βιολογικά φαινόμενα της… …   Dictionary of Greek

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • λακτάμες — Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ και δ αμινοξέων, με επακόλουθο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”