γάμμα, αμινοβουτυρικό οξύ — (GABA). Νευροδιαβιβαστής που ελέγχει τη ροή των νευρικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο, παρεμποδίζοντας την έκκριση άλλων νευροδιαβιβαστών όπως είναι η ντοπαμίνη … Dictionary of Greek
γλουταμινικό οξύ — Αμινοξύ που προέρχεται από τη γλουτίνη του σιταριού. Έχει χημικό τύπο ΗΟΟCCH2CH2CH(NH2)COOH και ανήκει στα αρνητικά φορτισμένα αμινοξέα. Συμβολίζεται διεθνώς ως Glu ή με το γράμμα Ε. Αν και δεν παρέχει ουσιώδη συμβολή στα βιολογικά φαινόμενα της… … Dictionary of Greek
αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… … Dictionary of Greek
λακτάμες — Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ και δ αμινοξέων, με επακόλουθο… … Dictionary of Greek